ἐπισκέπτομαι

ἐπισκέπτομαι
ἐπισκέπτομαι mid. dep., fut. ἐπισκέψομαι LXX; 1 aor. ἐπεσκεψάμην; pf. ἐπέσκεμμαι LXX. Pass.: fut. 3 sg. ἐπισκεπήσεται 1 Km 20:18; aor. ἐπεσκέπην LXX; on the other hand, fut. 3 sg. ἐπισκεφθήσεται Jer 3:16; aor. subj. 3 sg. ἐπισκεφθῇ 1 Esdr 2:16 (s. σκοπέω; Trag., Hdt.+; s. B-D-F §101 p. 48 s.v. σκοπεῖν; Mlt-H. 258 s.v.-σκέπτομαι).
to make a careful inspection, look at, examine, inspect (Hdt. 2, 109, 2 et al.) w. acc. (Diod S 12, 11, 4; Num 1:3; 1 Km 13:15; 2 Km 18:1) Hs 8, 2, 9; 8, 3, 3; 9, 10, 4; 1 Cl 25:5. Also look for with interest in selection, select w. acc. (PPetr II, 37, 2b verso 4 [III B.C.] ἐπισκεψάμενος ἐν ἀρχῇ ἃ δεῖ γενέσθαι ἔργα) ἄνδρας Ac 6:3.
to go to see a pers. with helpful intent, visit τινά someone (Demosth. 9, 12; PLille 6, 5 [III B.C.] διαβάντος μου … ἐπισκέψασθαι τ. ἀδελφήν; Judg 15:1) ἀνέβη ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἐπισκέψασθαι τοὺς ἀδελφούς αὐτοῦ (Moses) felt strongly about visiting his people Ac 7:23 (for the note of solicitude cp. X., Mem. 3, 11, 10 φροντιστικῶς); 15:36. ἀλλήλους Hv 3, 9, 2. Esp. of visiting the sick (X., Mem. 3, 11, 10; Plut., Mor. 129c; Lucian, Philops. 6; Herodian 4, 2, 4; Sir 7, 35; TestJob 28:2; Jos., Ant. 9, 178) Mt 25:36, 43; Pol 6:1. W. special suggestion in the context on care to be bestowed: look after widows and orphans ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν in their distress Js 1:27; cp. Hs 1:8. ὀρφανοὺς καὶ ὑστερουμένους Hm 8:10.
to exercise oversight in behalf of, look after, make an appearance to help, of divine oversight (Gen 21:1; 50:24f; Ex 3:16; 4:31; Sir 46:14; Jdth 8:33; En 25:3; TestLevi 16:5; PsSol 9:4; JosAs 7:35; Just. D. 29, 1) Lk 1:68. ἐπισκέψεται ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους vs. 78 (here the imagery is of dawning light that makes inspection possible, the divine inspection being for the benefit of the oppressed; NRSV ‘break upon’ shifts the imagery); τὸν λαόν 7:16 (cp. Ruth 1:6). Of the orphaned Joachim ἐπισκέψηταί με κύριος ὁ θεός μου GJs 1:4; ὅπως ἐπισκέψηταί με so that (God) might come to my aid 2:4 (sc. cod. A, s. Tdf.); ὅτι ἐπεσκέψατό με καὶ ἀφεῖλεν … ὀνειδισμόν 6:3.—Hb 2:6 (Ps 8:5); be concerned about w. inf. foll. (s. B-D-F §392, 3) ὁ θεὸς ἐπεσκέψατο λαβεῖν ἐξ ἐθνῶν λαόν God concerned himself about winning a people fr. among the nations Ac 15:14.—M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επισκέπτομαι — επισκέπτομαι, επισκέφτηκα (σπάν. επισκέφθηκα) βλ. πίν. 12 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐπισκέπτομαι — pass in review pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισκέπτομαι — (AM ἐπισκέπτομαι) [σκέπτομαι] 1. πηγαίνω στο σπίτι κάποιου για να τόν δω, να τόν χαιρετήσω, να τού ευχηθώ κ.λπ. («ἠσθένησα, καί ἐπισκέψασθέ με», ΚΔ) 2. (για γιατρό) πηγαίνω σε άρρωστο για να τόν εξετάσω 3. (για αξιωματούχους) επιθεωρώ νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • επισκέπτομαι — επισκέφτηκα, μτβ. 1. έρχομαι σε κάποιο μέρος για να παρατηρήσω, να εξετάσω ή να θαυμάσω κάτι: Επισκεφτήκαμε πολλά μουσεία. 2. πηγαίνω στο σπίτι κάποιου για να τον ιδώ (να τον χαιρετήσω, να του ευχηθώ, να τον συλλυπηθώ κτλ.), του κάνω επίσκεψη. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπισκέπτεσθε — ἐπισκέπτομαι pass in review pres imperat mp 2nd pl ἐπισκέπτομαι pass in review pres ind mp 2nd pl ἐπισκέπτομαι pass in review imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεσκεμμένον — ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp masc acc sg ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεσκεμμένων — ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp fem gen pl ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεσκέμμεθα — ἐπισκέπτομαι pass in review plup ind mp 1st pl ἐπισκέπτομαι pass in review perf ind mp 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκεπτομένων — ἐπισκέπτομαι pass in review pres part mp fem gen pl ἐπισκέπτομαι pass in review pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκεπτόμεθα — ἐπισκέπτομαι pass in review pres ind mp 1st pl ἐπισκέπτομαι pass in review imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκεπτόμενον — ἐπισκέπτομαι pass in review pres part mp masc acc sg ἐπισκέπτομαι pass in review pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”